εύνοστος

εύνοστος
Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ηλιέα και της Σκιάδας, που τον λάτρευαν κυρίως στην Τανάγρα ως προστάτη των ποντοπόρων από τις τρικυμίες αλλά και των στεριανών από τους σεισμούς και την ξηρασία. Τον είχε αναθρέψει η νύμφη Ευνόστη και τον αγάπησε παράφορα η εξαδέλφη του, Όχνα. Ο Ε. όμως απέρριψε τον έρωτά της και εκείνη τον συκοφάντησε στους αδελφούς της, οι οποίοι τον σκότωσαν. Τότε η Όχνα αυτοκτόνησε. Οι Ταναγραίοι του αφιέρωσαν ηρώο και ιερό άλσος, όπου απαγόρευαν την είσοδο γυναικών.
* * *
εὔνοστος, -ον (ΑΜ) (Μ και ἔμνοστος, -ον και εὔμνοστος, -ον και ὄμνοστος, -ον)
μσν.
1. νόστιμος («ἂν ἔνι ἡ γεῡσις ἔμνοστος, πάλιν ἂς δευτερώσει», Διγεν. Ακρ.)
2. μτφ. γλυκός, ευχάριστος
3. όμορφος, νόστιμος («παράκυψε, βαγίτσα μου, ἰδέ ἔμνοστον νέον», Διγεν. Ακρ.)
4. κατάλληλος
5. το ουδ. ως ουσ. τo εὔνοστον και ἔμνοστον
η ομορφιά
αρχ.
1. (το θηλ. ως κύρ. όν.) ἡ Εὔνοστος
η Καλή Εσοδεία, θεά που προστατεύει τους μύλους (κατά τον Ευστ. «θεὸς ἐπιμύλιος, δοκοῡσα ἐφορᾱν τὸ μέτρον τῶν ἀλεύρων»)
2. φρ. «εὐνόστου λιμήν» — λιμάνι τής ευτυχούς επιστροφής, στην Αλεξάνδρεια, Στράβ.).
επίρρ...
εὔνοστα και ἔμνοστα (Μ)
1. με απόλαυση
2. με γλυκύτητα, με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νόστος (< νέομαι) με σημασία «επάνοδος, επιστροφή» αλλά και «αλεσμένοι κόκκοι». Η δεύτερη αυτή σημασία εξελίχθηκε στο παράγωγο επίθ. νόστιμος («αυτός που αναφέρεται στην επάνοδο» αλλά και «αυτός που αναφέρεται στη συγκομιδή») σε «άφθονος», κατόπιν «ευχάριστος» και τελικά «ευχάριστος στη γεύση», «νόστιμος» με τη σημερινή σημασία. Η Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποίησε το νόστος ως β' συνθετικό τού εύ-νοστος με την ήδη υπάρχουσα σημασία τού νόστιμος «γευστικός» και «ευχάριστος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Εὔνοστος — Good Yield masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνοστος — Good Yield fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόστου — Εὔνοστος Good Yield masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόστου — εὔνοστος Good Yield fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐνόστῳ — Εὔνοστος Good Yield masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐνόστῳ — εὔνοστος Good Yield fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔνοστον — Εὔνοστος Good Yield masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔνοστον — εὔνοστος Good Yield fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Eunostos (Gottheit) — Eunostos (griechisch Εὔνοστος, lateinisch Eunostus) war in der antiken griechischen Religion die Schutzgottheit der Getreidemühlen. Die älteste Quelle, in dem die weibliche Gottheit erwähnt wird, ist das Onomastikon des Iulius Pollux (2.… …   Deutsch Wikipedia

  • εύμνοστος — η, ο και έμνοστος, η, ο (Μ εὔμνοστος, ον και ἔμνοστος, ον και ἔμνοστος, η, ον) 1. νόστιμος, ωραίος, χαριτωμένος, ελκυστικός 2. (για φρούτα) εύγευστος, νόστιμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τo εὔμνοστον η ευμνοστία, η ωραιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. έμνοστος <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”